σπερματοκύτταρο

σπερματοκύτταρο
και σπερμοκύτταρο, το, Ν
1. (ανατ.-βιολ.) κύτταρο τής αρσενικής σπερματικής σειράς που αποτελεί εξελικτική βαθμίδα τής σπερματογένεσης, μεταξύ σπερματογονίων και σπερματίδων
2. βοτ. κύτταρο που μετασχηματίζεται σε σπερματοζωίδίο χωρίς κυτταρική διαίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. spermatocyte < spermato- (< σπέρμα, -ατος) + -cyte (< κύτος), το οποίο στην Ελλ. αποδόθηκε με τη λ. κύτταρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρωτογενής — Ζωγράφος και γλύπτης που έζησε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως σύγχρονο του Απελλή και του Αριστείδη. Καταγόταν από φτωχή ροδιακή οικογένεια και γεννήθηκε στην Καύνο της Καρίας. Εργάστηκε τόσο στη Ρόδο, όσο και στην Αθήνα. Ο… …   Dictionary of Greek

  • σπερμοκύτταρο — το, Ν βλ. σπερματοκύτταρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”